Παφλαγονικος

Παφλαγονικος
    Παφλαγονικός
    Παφλᾰγονικός
    3
    пафлагонский Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Παφλαγονικος" в других словарях:

  • Παφλαγονικός — the country masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παφλαγονικός — ή, ό / παφλαγονικός, ή, όν, ΝΑ [Παφλαγών, όνος] αυτός που ανήκει στην Παφλαγονία ή στους Παφλαγόνες …   Dictionary of Greek

  • παφλαγονικός — Παφλαγών the country masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παφλαγονικά — Παφλαγονικός the country neut nom/voc/acc pl Παφλαγονικά̱ , Παφλαγονικός the country fem nom/voc/acc dual Παφλαγονικά̱ , Παφλαγονικός the country fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παφλαγονικῶν — Παφλαγονικός the country fem gen pl Παφλαγονικός the country masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παφλαγονικόν — Παφλαγονικός the country masc acc sg Παφλαγονικός the country neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παφλαγονικαῖς — Παφλαγονικός the country fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παφλαγονικοῖς — Παφλαγονικός the country masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παφλαγονικοί — Παφλαγονικός the country masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παφλαγονικοῦ — Παφλαγονικός the country masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παφλαγονικούς — Παφλαγονικός the country masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»